- ὕπαγ'
- ὕπαγε , ὑπάγωleadpres imperat act 2nd sgὕπαγε , ὑπάγωleadimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγαίνω — (διαλ. τ.) πηγαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὑπαγ αίνω (με σίγηση τού αρκτικού υ ) από τον πρτ. και αόρ. τού αρχ. ὑπάγω κατά το σχήμα έμαθα: μαθαίνω, έτυχα: τυχαίνω] … Dictionary of Greek